Παροχές σε είδος και όχι αυξήσεις δίνουν οι εταιρείες στην Ελλάδα.

Οι δύο στους τρεις εργαζομένους θεωρούν ότι η λήψη καλύτερης προσφοράς από άλλη εταιρεία, η οποία θα περιλαμβάνει ή υψηλότερο μισθό ή βελτιωμένες συνθήκες και παροχές, είναι ο ουσιαστικότερος λόγος για να αποχωρήσουν από την τωρινή θέση εργασίας.

Σύμφωνα με ρεπορτάζ της Καθημερινής, οι εργοδότες από την πλευρά τους αναδεικνύουν το συνολικό μισθολογικό κόστος και τη μεταβολή του σε νούμερο ένα πρόκληση για φέτος. Διότι, από τη μια πρέπει να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των εργαζομένων τους, αποτρέποντας τις «μεταγραφές», ενώ από την άλλη αναγκάζονται να σηκώσουν το τεράστιο και αυξανόμενο –και με τη… βούλα του ΟΟΣΑ– μη μισθολογικό κόστος στην Ελλάδα.

Δύο έρευνες που δημοσιεύθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα αναδεικνύουν πολύ έντονα το πρόβλημα του μισθολογικού κόστους. Η έρευνα της Randstad κατέγραψε τις τάσεις για τους μισθούς εντός του τρέχοντος έτους και τα βασικά ευρήματα ήταν τα εξής:

1. Το συνολικό εργατικό κόστος (αμοιβές αλλά και παροχές) αποτελεί τη νούμερο ένα πρόκληση για τη φετινή χρονιά για το 48% των επιχειρήσεων (από 32% το 2023).

2. Το 72% προσανατολίζεται σε αυξήσεις μισθών εντός του έτους, έστω κι αν οι περισσότεροι εξ αυτών προσανατολίζονται σε ποσοστά στα όρια του πληθωρισμού (σ.σ. το 40% από το 72% θέλει να περιοριστεί σε μεικτές αυξήσεις 1% έως 5%).

Ακόμη κι αυτές οι αυξήσεις πάντως στις ονομαστικές αποδοχές έχουν ως αποτέλεσμα, ειδικά για τους καλύτερα αμειβομένους, να αποτυπώνεται πολλαπλάσια ποσοστιαία αύξηση των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών.

Για παράδειγμα, σε έναν μισθωτό με μεικτές αποδοχές 2.000 ευρώ τον μήνα, μια αύξηση 5% στις μεικτές αποδοχές θα προκαλέσει αύξηση 4,19% στις καθαρές αποδοχές (σ.σ. μάλιστα όσο μεγαλύτερος είναι ο μισθός τόσο μικρότερη γίνεται η αύξηση στα καθαρά) και αύξηση 6,28% στις κρατήσεις για φόρους και ασφαλιστικές εισφορές. Δηλαδή, με μεικτό μισθό 2.000 ευρώ, τα καθαρά βγαίνουν 1.457 ευρώ και με 2.100 ευρώ μεικτά, τα καθαρά βγαίνουν 1.518 ευρώ.

Οσο για τις κρατήσεις, από τα 988 ευρώ φτάνουν στα 1.050 ευρώ. Που σημαίνει ότι από μια αύξηση 100 ευρώ στις μεικτές αποδοχές, ο εργαζόμενος εισπράττει 51 ευρώ, ο εργοδότης πληρώνει 122 ευρώ και το κράτος κερδίζει 62 ευρώ, περισσότερα από τον εργαζόμενο.

Αυτοί ακριβώς οι υπολογισμοί δικαιολογούν και το βασικό εύρημα της 2ης έκθεσης, που είδε το φως της δημοσιότητας αυτή την εβδομάδα από τον ΟΟΣΑ. Σχεδόν στο σύνολο των χωρών-μελών του Οργανισμού καταγράφηκε αύξηση στο ποσοστό των κρατήσεων για φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, καθώς οι περισσότερες χώρες έκαναν ελλιπή ή μηδενική προσαρμογή στην κλίμακα φορολογίας εισοδήματος, ώστε να «απορροφηθεί» η πρόσθετη επιβάρυνση από την ονομαστική αύξηση του εισοδήματος.

To πρόβλημα βέβαια στην Ελλάδα δεν είναι μόνο η μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας. Είναι αυτοί καθ’ αυτοί οι συντελεστές υπολογισμού του φόρου εισοδήματος αλλά και των ασφαλιστικών εισφορών.

Το μέσο μισθολογικό κόστος στην Ελλάδα ανέρχεται στα 23.536 ευρώ για το 2023, ποσό που είναι το ίδιο με το επίπεδο του… 2006. Σ’ αυτόν τον μέσο μισθό, ο συνολικός συντελεστής κρατήσεων ανέρχεται στο 38,5%, όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι στο 34,8%.

Η απόσταση μεγαλώνει αν μιλήσουμε για έναν εργαζόμενο που έχει και δύο παιδιά (σ.σ. σ’ αυτή την περίπτωση οι κρατήσεις είναι στο 37,1% έναντι 25,7% στον ΟΟΣΑ, με την Ελλάδα να καταλαμβάνει την 6η υψηλότερη θέση στον κόσμο). Και αν πάλι μιλήσουμε για υψηλότερες αποδοχές (39.305 ευρώ ή στο 167% του μέσου όρου της χώρας) τότε ο συντελεστής εκτινάσσεται στο 44% και ουσιαστικά το κράτος μπαίνει συνέταιρος στην εργασία.

Να σημειωθεί ότι τα 39.305 ευρώ μαζί με τις εργοδοτικές εισφορές βγάζουν μεικτό μισθό 2.296 ευρώ και καθαρό μισθό 1.637 ευρώ. Δηλαδή, στην Ελλάδα, με 1.637 ευρώ καθαρά είναι στο 167% του μέσου όρου.

Κινητό, μπόνους, εταιρικό αυτοκίνητο

Υψηλοί συντελεστές κρατήσεων, που μάλιστα αυξάνονται λόγω πληθωρισμού και ονομαστικών αυξήσεων, στρέφουν τις επιχειρήσεις που θέλουν να προσφέρουν καλύτερα «πακέτα» στους υπαλλήλους τους σε παροχές που δεν «περνούν» από την εφορία και το ασφαλιστικό ταμείο. Οπως αποτυπώνεται και στην έρευνα της Randstad, αυτές διακρίνονται σε παροχές «ευεξίας και δεξιοτήτων» αλλά και σε καθαρά οικονομικές.

Στην πρώτη κατηγορία κυριαρχεί η εκπαίδευση με ποσοστό υιοθέτησης 78%, η δυνατότητα εργασίας από το σπίτι (με αποδοχή στο 58%, ποσοστό μειούμενο καθώς απομακρυνόμαστε από το lockdown), το ευέλικτο ωράριο εργασίας (41%), ακόμη και επιπλέον ημέρες άδειας πέραν αυτών που προβλέπει η εργατική νομοθεσία (37%).

Οσον αφορά τις οικονομικές παροχές, οι τρεις στις τέσσερις επιχειρήσεις προσφέρουν κινητό τηλέφωνο και μπόνους απόδοσης, το 64% ιδιωτική ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, το 61% κουπόνια σίτισης και το 52% εταιρικό αυτοκίνητο. Ειδικά οι δύο τελευταίες παροχές γίνονται ιδιαίτερα δημοφιλείς τα τελευταία χρόνια, καθώς η νομοθεσία απαλλάσσει τα κουπόνια μέχρι ένα ύψος αλλά και τα αυτοκίνητα με συγκεκριμένες προδιαγραφές από τη φορολογία σε είδος, κάτι που σημαίνει ότι εργαζόμενος και εργοδότης δεν μπλέκουν με επιπλέον φόρους και ασφαλιστικές εισφορές. Η έρευνα της Randstad καταγράφει μείωση στην υιοθέτηση των οικονομικών παροχών για το 2024 συγκριτικά με το 2023, πιθανότατα εξαιτίας και της πρόθεσης να υπάρξουν αναπροσαρμογές στους ονομαστικούς μισθούς. Οπως προκύπτει, όμως, μόνο το 6% των επιχειρήσεων αποφεύγει εντελώς τις οικονομικές παροχές και μόνο το 8% τις παροχές ευεξίας και δεξιοτήτων.

Πηγή: aftodioikisi.gr ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: ΟΚΑΝΑ: Θέσεις εργασίας με αμοιβή έως 1.200€. 830€ για 7 μήνες από την ΔΥΠΑ. Οι όροι και οι προϋποθέσεις για πρόωρη και πλήρη συνταξιοδότηση