Την ευθεία σχέση, μεταξύ της ικανότητας μιας επιχείρησης να προσελκύει και να διατηρεί ταλέντα σε επίπεδο εργατικού δυναμικού και της δυνατότητας της να παράγει μεγαλύτερη ανάπτυξη, επιβεβαιώνουν πρόσφατες έρευνες.
Έρευνα της SAP και της Oxford Economics, Workforce 2020, συνδέει το ανθρώπινο δυναμικό με τις αυξημένες επιδόσεις των επιχειρήσεων, διαπιστώνοντας ότι η επένδυση στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην ενίσχυση των οικονομικών αποτελεσμάτων. Τα αποτελέσματα, μεταξύ άλλων, έδειξαν πως οι επιχειρήσεις, οι οποίες παρουσιάζουν υψηλές επιδόσεις, χρησιμοποιούν την ανάπτυξη ταλέντου, ως όχημα για να κατευθύνουν την ανάπτυξη τους.
Σύμφωνα με την έρευνα, οι αναπτυγμένες εταιρείες είναι καλύτερες στην προσέλκυση “ποιοτικών” ταλέντων. Το 55% των επιχειρήσεων, οι οποίες καταγράφουν υψηλές επιδόσεις, υποστηρίζουν ότι είναι ικανοποιημένες με την ποιότητα των υποψηφίων που προσλαμβάνουν για τις περισσότερες θέσεις, σε σύγκριση με το 46% των επιχειρήσεων, που καταγράφουν χαμηλότερες επιδόσεις.
Το “κενό ταλέντου” για τις επιχειρήσεις με χαμηλότερες επιδόσεις παραμένει, πέρα από την πρόσληψη, καθώς, όπως υποστηρίζουν οι εκπρόσωποι τους, η διαδικασία επιλογής και πρόσληψης ανθρώπινου δυναμικού έχει αντίκτυπο στη συνολική εργασιακή τους στρατηγική.
Την ίδια στιγμή, οι ανεπτυγμένες επιχειρήσεις “αμείβουν” τους εργαζομένους τους με βάση την ικανότητα και όχι τη θητεία τους. Συγκεκριμένα, το 60% των ανεπτυγμένων εταιρειών θεωρεί πιο σημαντική την ικανότητα απ’ ό,τι τη θητεία των εργαζομένων τους, σε σύγκριση με τις λιγότερο αποδοτικές επιχειρήσεις, οι οποίες δεν εκτιμούν και τόσο αυτό το στοιχείο.
Θέματα εργατικού δυναμικού
Επιπλέον, οι ανεπτυγμένες επιχειρήσεις δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα σε θέματα εργατικού δυναμικού σε σύγκριση με τις επιχειρήσεις, που καταγράφουν χαμηλότερες επιδόσεις. Στελέχη, τα οποία εργάζονται σε μεγάλες επιχειρήσεις, είναι πολύ πιθανό να δηλώσουν ότι τα θέματα, που σχετίζονται με το χειρισμό του ανθρώπινου δυναμικού, διαμορφώνουν τη στρατηγική τους σε επίπεδο διοικητικού συμβουλίου (64% έναντι 49%).
Επίσης, σύμφωνα πάντα με την έρευνα, σχεδόν το ένα τέταρτο των επιχειρήσεων, που παρουσιάζουν χαμηλότερες επιδόσεις, δηλώνουν ότι τα θέματα εργατικού δυναμικού δεν επηρεάζουν τον επιχειρηματικό τους σχεδιασμό, και ότι δεν πρόκειται να αλλάξουν κάτι αναφορικά με αυτό για τα επόμενα τρία χρόνια.
Στο μεταξύ, περισσότερες από τις μισές εταιρείες υψηλών επιδόσεων δηλώνουν ότι προσφέρουν συμπληρωματικά προγράμματα κατάρτισης ως παροχή στους εργαζόμενους τους – σαφώς σε μεγαλύτερο βαθμό από τις λιγότερο ανεπτυγμένες εταιρείες. Επιπλέον, οι ανεπτυγμένες εταιρείες έχουν 16% περισσότερες πιθανότητες να διαθέτουν ένα επίσημο πρόγραμμα καθοδήγησης απ’ ό,τι οι μικρότερες εταιρείες.
Η αξία των δεδομένων
Παρ’ όλο που και οι δύο ομάδες εταιρειών (υψηλών και χαμηλών επιδόσεων) υποστηρίζουν ότι παρεμποδίζονται από την έλλειψη δεδομένων, οι εταιρείες χαμηλότερων επιδόσεων εκτιμούν ότι είναι πολύ πιθανό “να υποφέρουν” μελλοντικά από έλλειψη στοιχείων, τα οποία είναι απαραίτητα για να κάνουν τη δουλειά τους αποτελεσματικά. Αυτό περιλαμβάνει τα δεδομένα που σχετίζονται με την αγορά εργασίας, τη βιομηχανία, τους πελάτες, τα οικονομικά, καθώς και τις παρουσιάσεις πολύπλοκων δεδομένων.