Πολλοί εργαζόμενοι αυτό το διάστημα ετοιμάζουν την άδεια αναψυχής τους ενώ αρκετοί έρχονται αντιμέτωποι με τον εργοδότη τους ο οποίος δεν επιθυμεί να τους χορηγήσει άδεια μέσα στο καλοκαίρι.
Ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος μας εξηγεί αν είναι νόμιμο να ζητήσει ο εργοδότης από τον εργαζόμενο να λάβει άδεια άνευ αποδοχών ή οποιαδήποτε άλλη άδεια αντί για την άδεια αναψυχής και τι πρέπει να κάνει ο εργαζόμενος.
Όπως μας σημειώνει η άδεια αναψυχής είναι θεμελιώδες δικαίωμα της εργατικής νομοθεσίας και είναι υποχρεωτικό να χορηγείται κάθε φορά που συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησής της. Μόνο σε περιπτώσεις που υπάρχει ειδικός λόγος για αποχή από την εργασία (π.χ. νόσηση από Covid-19, ή ανάγκη φροντίδας συγγενικού προσώπου), στις οποίες περιπτώσεις υπάρχουν ειδικές άδειες, τότε δεν μπορεί να ζητηθεί η άδεια αναψυχής.
Αν αντίθετα, ο εργαζόμενος δικαιούται κανονικά την άδεια αναψυχής και ο εργοδότης δεν του τη χορηγήσει ή του ζητήσει να λάβει αντ’ αυτής την άδεια άνευ αποδοχών, ή κάποια άλλη άδεια, τότε ο εργοδότης παρανομεί και επισύρει μια σειρά εννόμων συνεπειών στο πρόσωπό του.
Συγκεκριμένα, ο εργαζόμενος μπορεί να προβεί σε καταγγελία στην Επιθεώρηση Εργασίας, η οποία δύναται να επιβάλλει πρόστιμο, ή να προβεί σε επίσχεση εργασίας έως ότου ο εργοδότης αρχίσει να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις του από τη σύμβαση, ή ακόμη και να θεωρήσει τη σύμβαση καταγγελθείσα από τον εργοδότη λόγω μονομερούς βλαπτικής μεταβολής.
Παράλληλα σημειώνει ότι σύμφωνα με ειδική διάταξη νόμου, ο εργοδότης δεν μπορεί να απολύσει μισθωτό κατά τη διάρκεια της άδειας αναψυχής. Η απαγόρευση αυτή είναι απόλυτη, δηλαδή ανεξάρτητη από τον λόγο για τον οποίο ενδεχομένως επιθυμεί ο εργοδότης να προβεί σε απόλυση.
Δεν ισχύει το αντίστροφο
Επίσης, πρέπει να επισημανθεί, ότι δεν ισχύει και το αντίστροφο, δηλαδή ο εργαζόμενος από την πλευρά του διατηρεί ανά πάσα στιγμή το δικαίωμα να παραιτηθεί (οικειοθελής αποχώρηση). Η βούληση, όμως, του εργαζόμενου πρέπει να είναι γνήσια και όχι προϊόν εξαναγκασμού του εργοδότη, διότι διαφορετικά η κατ’ όνομα «οικειοθελής αποχώρηση» θα θεωρηθεί απόλυση και θα είναι άκυρη ως υπαγόμενη στην προαναφερθείσα απαγόρευση απόλυσης του νόμου.
Τέλος, επισημαίνεται ότι τα παραπάνω ισχύουν μόνο για την άδεια αναψυχής και όχι για άλλες άδειες, όπως π.χ. η αναρρωτική άδεια.
Ακόμη το ακριβές χρονικό σημείο χορήγησης της άδειας αναψυχής συμφωνείται μεταξύ των δύο μερών της εργασιακής σχέσης, συνηθέστερα κατόπιν αιτήματος του εργαζομένου. Ο εργοδότης δεν υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια εντός των καλοκαιρινών μηνών.
Υπόκειται βέβαια, στον περιορισμό ότι πρέπει να χορηγήσει την άδεια στο 50% του προσωπικού του από 1η Μάη έως 30 Σεπτέμβρη. Για το υπόλοιπο 50%, όμως, δεν υπάρχει κάποιος περιορισμός. Επομένως, ο εργοδότης δικαιούται να λάβει υπόψη τις ανάγκες της επιχείρησης και να προβεί στις ανάλογες αποφάσεις.
Επίσης σύμφωνα με τον κ. Καρούζο:
– Εάν ο εργαζόμενος ασθενήσει κατά τη διάρκεια της άδειας αναψυχής, και πρόκειται για ασθένεια βραχείας διάρκειας, τότε οι ημέρες της ασθενείας δεν καταλογίζονται στις ημέρες της άδειας (άρθρο 2§6 α.ν. 539/1945). Με άλλα λόγια, ο εργαζόμενος δικαιούται επέκταση της άδειας αναψυχής για τόσες ημέρες, όσες διήρκεσε η ασθένεια βραχείας διαρκείας του. Ως ασθένεια βραχείας διαρκείας θεωρείται: α) για εργαζόμενους με προϋπηρεσία έως 4 ετών, ο 1 μήνας, β) για εργαζόμενους με προϋπηρεσία από 4 έως 10 έτη, οι 3 μήνες, γ) για εργαζόμενους με προϋπηρεσία από 10 έως 15 έτη, οι 4 μήνες και δ) για εργαζόμενους με προϋπηρεσία από 15 έτη και πάνω, οι 6 μήνες. Εάν, αντίθετα, η ασθένεια υπερβεί τα παραπάνω όρια, τότε ο εργοδότης μπορεί να καταλογίσει τις ημέρες ασθενείας στις ημέρες αδείας, δηλαδή δεν είναι υποχρεωμένος να χορηγήσει κάποια επέκταση.
– Μέχρι πρόσφατα, η άδεια αναψυχής έπρεπε υποχρεωτικά να χορηγηθεί έως τις 31-12 κάθε έτους, με σημαντικές έννομες συνέπειες να απορρέουν από την παράλειψη χορήγησής της. Μετά τον ν. 4808/2021 (άρθρο 61), πλέον η άδεια αναψυχής του κάθε έτους μπορεί να χορηγηθεί έως και τις 31-03 του επόμενου ημερολογιακού έτους. Πρόκειται για ρύθμιση που δοκιμάστηκε αρχικά για την αντιμετώπιση αναγκών της πανδημίας, αλλά επιλέχθηκε να παγιωθεί εν γένει στο δίκαιο μας, ανεξαρτήτως κορονοϊού.
– Αν η σύμβαση εργασίας λυθεί με οποιονδήποτε τρόπο (απόλυση, οικειοθελής αποχώρηση) προτού ληφθεί η άδεια αναψυχής για το τρέχον ημερολογιακό έτος, τότε ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει ένα χρηματικό ποσό ανάλογα με τον χρόνο υπηρεσίας του. Αυτό ισχύει ανεξάρτητα από την αιτία μη λήψης της άδειας.
Έτσι, αν ο εργαζόμενος έχει συμπληρώσει 1 έτος υπηρεσίας δικαιούται τις πλήρεις αποδοχές και το επίδομα αδείας που θα λάμβανε εάν του χορηγείτο και αυτούσια η άδεια. Εργαζόμενος με μικρότερη υπηρεσία δικαιούται 2 ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησης (π.χ. αν έχει 6 μήνες υπηρεσία δικαιούται 12 ημερομίσθια). Τέλος, εργαζόμενος με υπηρεσία μικρότερη του μηνός, δικαιούται ανάλογα μειωμένο κλάσμα (π.χ. εάν έχει 15 ημέρες υπηρεσία δικαιούται 1 ημερομίσθιο).
Πηγή: dikaiologitika.gr — ΒΡΕΣ ΔΟΥΛΕΙΑ ΕΔΩ