Υψηλοί φόροι και εισφορές μειώνουν τις αποδοχές και στηρίζουν τη μαύρη εργασία.
Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην Ευρώπη με μέσο μισθό χαμηλότερο –σε ονομαστικούς όρους– από τον αντίστοιχο του 2009, γεγονός που κάνει ακόμη εντονότερο το πρόβλημα και από την εκτίναξη των τιμών στα είδη διατροφής αλλά και από την αύξηση των ενοικίων. Στα 1.250 ευρώ διαμορφώθηκε στο τέλος του 2023 –ήταν πάνω από 1.450 ευρώ το 2009– και ο κεντρικός κυβερνητικός στόχος επιβάλλει επαναφορά στα 1.500 ευρώ στο τέλος της 4ετίας (ουσιαστικά ανάκτηση των προ κρίσης επιπέδων), με καθυστέρηση… 18 ετών. Ακόμη όμως και η κάλυψη του χαμένου εδάφους ύστερα από σχεδόν δύο 10ετίες, σκοντάφτει σε δομικά προβλήματα που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει η χώρα.
Οι κρατήσεις εργαζομένων και εργοδοτών παραμένουν πολύ μεγάλες για όσους μισθούς ξεφεύγουν από τα κατώτερα επίπεδα, με αποτέλεσμα oι εργοδότες να παραμένουν πολύ διστακτικοί στο να αυξάνουν τους ονομαστικούς μισθούς, λόγω κόστους. Αντιστάσεις προκύπτουν πολλές φορές και από τους ίδιους τους εργαζομένους, που επιζητούν τις αυξήσεις στο… χέρι (και εκτός ΑΠΔ και εφορίας) ακριβώς για να μην απολέσουν τα κοινωνικά επιδόματα. Εμπόδιο στην προσπάθεια αύξησης του μέσου μισθού αποτελεί και η έλλειψη μεγάλων εταιρειών που κατά κανόνα προσφέρουν υψηλότερους μισθούς –προκύπτει αυτό από τα επίσημα στοιχεία του συστήματος «Εργάνη»–, εμπόδιο και το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα, που έχει θεσπιστεί το ελάχιστο εισόδημα των αυτοαπασχολουμένων, σε πολλές περιπτώσεις συμφέρει περισσότερο να είσαι ελεύθερος επαγγελματίας παρά μισθωτός.
Μέσα στην εβδομάδα η κυβέρνηση ανακοινώνει τη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού, ποντάροντας στο ότι θα προκαλέσει πίεση προς τα πάνω και του μέσου μισθού. Είναι γεγονός ότι υπάρχει συσχέτιση: η αυτόματη αναπροσαρμογή 650.000 μισθών στον ιδιωτικό τομέα πιέζει προς τα πάνω και τον μέσο όρο. Εκτιμάται ότι το 2024 μπορεί να κλείσει με μέσο μισθό πάνω από 1.300-1.320 ευρώ, ποσό περίπου 25% μεγαλύτερο σε σχέση με τα επίπεδα του 2019. Είναι σαφές όμως ότι και αυτό το ποσοστό δεν εξασφαλίζει ούτε την αύξηση της αγοραστικής δύναμης ούτε και τη σύγκλιση με τον μέσο μισθό στην Ευρώπη. Για την επίτευξη του στόχου απαιτείται υπογραφή ατομικών, επιχειρησιακών ή συλλογικών συμβάσεων που θα προβλέπουν ουσιαστικές αυξήσεις στα υψηλότερα μισθολογικά κλιμάκια και όχι μόνο στο κατώτερο. Αλλωστε, αυτή τη στιγμή η αναλογία αυτών που παίρνουν αύξηση λόγω κατώτατου μισθού με εκείνους που πρέπει να περιμένουν τη βελτίωση της σύμβασής τους είναι ένας προς τρεις (ένας λαμβάνει αύξηση, έστω 30 ευρώ καθαρά, και τρεις όχι).
Ποια είναι τα εμπόδια στο να υπάρξει ένα γενικευμένο κύμα αυξήσεων στους μισθούς του ιδιωτικού τομέα και να πιεστεί ταχύτερα προς τα πάνω ο μέσος μισθός;
1. Το πολύ υψηλό μη μισθολογικό κόστος, ειδικά για όσους έχουν υψηλές αμοιβές. Η ποσοστιαία επιβάρυνση για φόρους, ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένου και εργοδότη φτάνει να αντιστοιχεί ακόμη και στο… 66% των μεικτών αποδοχών. Αυτό σημαίνει ότι για να υπογραφεί σύμβαση με μεικτές αποδοχές 97.500 ευρώ στην Ελλάδα, το Δημόσιο πρέπει να εισπράξει 64.100 ευρώ. Ακόμη και σε επίπεδο μέσου μισθού, πάντως, η Ελλάδα παραμένει σε πολύ χειρότερη θέση σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Ο συντελεστής των κρατήσεων για εργαζόμενο με δύο παιδιά στην Ελλάδα είναι 33,72% και ο μέσος όρος της Ε.Ε. είναι στο 29,88%. Και εδώ η σύγκριση γίνεται για τον μέσο μισθό κάθε χώρας, ο οποίος εννοείται ότι είναι πολύ χαμηλότερος στην Ελλάδα συγκριτικά με τον μέσο μεικτό μισθό στην Ευρώπη.
2. Η εξάρτηση των εργαζομένων από τα κοινωνικά επιδόματα. Είναι συνήθης πρακτική ο εργαζόμενος να εμφανίζεται με χαμηλότερο μισθό στα χαρτιά από ό,τι εισπράττει στην πραγματικότητα. Αυτό διευκολύνει τον εργοδότη που πληρώνει λιγότερες ασφαλιστικές εισφορές, βολεύει και τον εργαζόμενο ο οποίος, εκτός από το «μαύρο» κομμάτι του μισθού του, εισπράττει και τα κοινωνικά επιδόματα: επίδομα τέκνων, επίδομα στέγασης, επίδομα φοιτητικής στέγης, επίδομα θέρμανσης είναι μερικά μόνο από αυτά. Οσο η επιδοματική πολιτική της χώρας θα έχει ως μοναδικό κριτήριο το περιεχόμενο των φορολογικών δηλώσεων, τόσο θα συνεχίζεται η στρέβλωση.
3. Τα πολύ υψηλά ποσοστά εποχικής απασχόλησης που παρατηρούνται στην Ελλάδα λόγω τουρισμού. Το γεγονός ότι εκατοντάδες χιλιάδες απασχολούνται «σεζόν» και επιλέγουν για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα να εισπράττουν το επίδομα κοινωνικής απασχόλησης του ΟΑΕΔ επηρεάζει και τη μέση μισθολογική δαπάνη της χώρας τουλάχιστον σε ετήσια βάση.
Η αύξηση της δαπάνης για το επίδομα εποχικής απασχόλησης είναι αξιοσημείωτη και φέτος, καθώς το ποσό είναι συνδεδεμένο με τον κατώτατο μισθό, ενώ για τους εργαζομένους οι αμοιβές κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής περιόδου στα νησιά είναι υψηλότερες (όχι κατ’ ανάγκη στα… φανερά), με αποτέλεσμα το πρόβλημα να μετακυλίεται σε άλλες επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια του χειμώνα, που ψάχνουν προσωπικό χωρίς να βρίσκουν.
4. Η ελληνική ιδιαιτερότητα που έχει να κάνει με την τεράστια αναλογία των αυτοαπασχολουμένων ως προς το σύνολο του εργατικού δυναμικού. Παρά την αλλαγή στο σύστημα φορολόγησης που προσθέτει βάρη εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, αρχής γενομένης από φέτος, το καθεστώς φορολόγησης των αυτοαπασχολούμενων παραμένει πολύ πιο ελκυστικό για τον ελεύθερο επαγγελματία σε σχέση με τον μισθωτό, ειδικά αν οι αμοιβές που πρέπει να δοθούν είναι υψηλές.
Για 2.000 καθαρά τον μήνα, ο εργοδότης πληρώνει 52.000 τον χρόνο
Οταν µια μεγάλη επιχείρηση θελήσει να επενδύσει στην Ελλάδα και να προσελκύσει ικανά στελέχη για το εγχείρημά της, θα έρθει η στιγμή που η συζήτηση θα φτάσει στον υπολογισμό της συνολικής μισθολογικής δαπάνης. Και εκεί ο επενδυτής θα δυσκολευτεί να κατανοήσει τον λόγο για τον οποίο θα πρέπει να πληρώνει 52.000 ετησίως για ένα ανώτερο ή ανώτατο στέλεχος, το οποίο όμως θα καταλήγει να βάζει στην τσέπη του 2.000 ευρώ τον μήνα.
Υψηλός μισθός για τα ελληνικά δεδομένα οι 2.000 ευρώ, δεν είναι όμως και οι αποδοχές που θα κάνουν το στέλεχος να δίνει όλο του τον εαυτό.
Αντίστοιχη συζήτηση με αυτή που ακολουθεί έχει γίνει χιλιάδες φορές σε λογιστήρια και τμήματα ανθρωπίνου δυναμικού μεγάλων επιχειρήσεων. Οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι αυτές που στην Ελλάδα έχουν πιθανότητες να προσφέρουν το… κάτι παραπάνω στον εργαζόμενο. Οι μικρές (αυτές που απασχολούν έως 10 άτομα προσωπικό) στη συντριπτική τους πλειονότητα ακολουθούν τον κατώτατο μισθό.
Για να μπορέσει μια επιχείρηση να δώσει 2.000 ευρώ καθαρά στον εργαζόμενό της, θα πρέπει να του υπογράψει ατομική σύμβαση με μεικτές ετήσιες αποδοχές 42.500 ευρώ και να επιβαρυνθεί με 9.473 ευρώ επιπλέον για τις εργοδοτικές εισφορές. Ομως, ο εργαζόμενος που θα δει έναν ονομαστικό μεικτό μισθό 3.036 ευρώ θα διαβάσει στο μηνιαίο εκκαθαριστικό ότι θα του παρακρατηθούν 421 ευρώ για ασφαλιστικές εισφορές και 570 ευρώ για φόρο εισοδήματος.
Ετσι, θα μείνουν 2.045 ευρώ καθαρά. Προκειμένου να αποφύγουν αυτή την κατάσταση, οι μεγάλες επιχειρήσεις θα αναζητήσουν άλλους τρόπους για να ικανοποιήσουν τα στελέχη τους και να κρατήσουν ταυτόχρονα χαμηλότερα τη συνολική μισθολογική τους δαπάνη. Το σύνηθες είναι να καταφύγουν σε παροχές σε είδος, οι οποίες δεν φορολογούνται και δεν υπόκεινται σε ασφαλιστικές εισφορές. Οι διατακτικές σίτισης, η ιδιωτική ασφάλεια και το εταιρικό Ι.Χ. είναι τρεις συνηθισμένες διέξοδοι που θεωρούνται και σύννομες.
Συχνή είναι πλέον και η ανάθεση του… έργου σε έναν ελεύθερο επαγγελματία. Ο οποίος μπορεί επί της ουσίας να απασχολείται ως μισθωτός, στην πραγματικότητα όμως επιλέγει το μπλοκάκι καθώς μπορεί να εξασφαλίζει λιγότερα κόστη και στον εργοδότη και στον εργαζόμενο. Η σύγκριση είναι αποκαλυπτική: Επιστρέφουμε στον εργαζόμενο με τη μεικτή αμοιβή των 52.000 ευρώ. Αν ο εργοδότης δώσει αυτή τη μεικτή αμοιβή για μια σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, θα καταλήγει να πληρώνει στο κράτος 30.270 ευρώ τον χρόνο, κάθε χρόνο. Αν καταφύγει στη λύση της αυτοαπασχόλησης (δηλαδή την υπογραφή μιας απλής σύμβασης έργου), το Δημόσιο δεν θα εισπράξει πάνω από 11.330 ευρώ.
Ουσιαστικά είναι το ένα τρίτο του ποσού που προαναφέρθηκε. Και προκύπτει διότι με την ιδιότητα του ελεύθερου επαγγελματία το στέλεχος θα μπορεί να επικαλεστεί δαπάνες (στη συγκεκριμένη περίπτωση το 30% της μεικτής αμοιβής για να είναι και σύννομος), ενώ θα μπορεί να πληρώνει τις ελάχιστες ασφαλιστικές εισφορές, που παρά την πρόσφατη αύξηση διατηρούνται κάτω από τα 250 ευρώ τον μήνα. Ετσι, και ο φόρος εισοδήματος θα είναι αισθητά μειωμένος (παρά το ελάχιστο εισόδημα που θέσπισε η εφορία, το οποίο όμως δεν αγγίζει τους επαγγελματίες) και οι ασφαλιστικές εισφορές λιγότερες σε σχέση με αυτές που πληρώνει ένας μισθωτός.
Πηγή: neolaia.gr ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Τουρισμός για όλους: Πότε η κλήρωση και τα αποτελέσματα. 821€ για 7 μήνες από τη ΔΥΠΑ. Σύνταξη πριν τα 62 έτη. Έρχεται e-voucher 150€