Ο νόμος για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά εξακολουθεί να ισχύει και ο δανειολήπτης – καταναλωτής, μπορεί να προσφύγει στις ευεργετικές διατάξεις του νόμου, μολονότι το δάνειο του το χειρίζεται ή έχει μεταβιβασθεί σε τρίτο, από τη δανείστρια τράπεζα.

Αυτό υπενθυμίζει η Ένωση Εργαζόμενων Καταναλωτών σε μία ανακοίνωση – οδηγό «επιβίωσης» για δανειολήπτες που το δάνειό τους περνά σε Fund.

Αναλυτικά αναφέρονται τα εξής:

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.7 και παρ.8 του Ν.4354/2015, όπως αυτό τροποποιήθηκε από το άρθρο 70 του Ν.4389/2016 και το τέταρτο άρθρο παρ.5 του Ν.4393/2016, σχετικά με τη μεταβίβαση στεγαστικών ενυπόθηκων δανείων ακόμα και για ακίνητα, η τιμή των οποίων δεν υπερβαίνει τα 140.000 ευρώ (αντικειμενική αξία κύριας κατοικίας) από τον Ιανουάριο του 2018 σε Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) και Εταιρίες Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Α.Α.Δ.Π.) κρίνεται σκόπιμο το καταναλωτικό κοινό να γνωρίζει ότι:

ΒΡΕΣ ΔΟΥΛΕΙΑ ΕΔΩ

– Αναγγελία της μεταβίβασης δανείου γίνεται προς τους οφειλέτες και τους εγγυητές με κάθε πρόσφορο μέσο (δηλαδή, πριν από τη μεταβίβαση ή την ανάθεση διαχείρισης του δανείου σε τρίτον, ο δανειολήπτης – καταναλωτής δεν «αιφνιδιάζεται»).

– Στις περιπτώσεις πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, καθώς και σε περιπτώσεις ανάθεσης διαχείρισης, δεν χειροτερεύει η ουσιαστική και δικονομική θέση του οφειλέτη και του εγγυητή και δεν επιτρέπεται η μονομερής τροποποίηση όρου σύμβασης, καθώς και του επιτοκίου, πλην των περιπτώσεων, στις οποίες έχουν προκαθοριστεί σταθερά κριτήρια προσδιορισμού του. Αυτό σημαίνει ότι ο δανειολήπτης – καταναλωτής δεν «φορτώνεται» μια δανειστική σύμβαση με δυσμενέστερους όρους, από αυτούς τους οποίους είχε αρχικά υπογράψει με τη τράπεζα.

– Αναγκαία προϋπόθεση για να προσφερθούν προς πώληση οι απαιτήσεις των πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι να έχει προσκληθεί με εξώδικη πρόσκληση ο δανειολήπτης και ο εγγυητής μέσα σε δώδεκα (12) μήνες πριν από την προσφορά, να διακανονίσει τις οφειλές του βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης με συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής σύμφωνα και με τις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας (ν. 4224/2013). Εξαιρούνται από την ως άνω προϋπόθεση απαιτήσεις επίδικες ή επιδικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών μη συνεργάσιμων κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013, όπως αυτή ισχύει. Κάθε νέος εκδοχέας απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια και πιστώσεις, δηλαδή οι Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) και οι Εταιρίες Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Α.Α.Δ.Π .), οφείλει να εκκινεί εκ νέου τη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (ΔΕΚ) του Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπιστεί με την υπ’ αριθμ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013, δια της αντισυμβαλλόμενης εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων.

Εκ της ανωτέρω παραγράφου προκύπτει η αυτοτελής υποχρέωση των εταιρειών να εκκινούν εκ νέου τη διαδικασία που προβλέπει ο Κώδικας Δεοντολογίας ανεξαρτήτως αν αυτή είχε ξεκινήσει, όσο το δάνειο το διαχειριζόταν η τράπεζα (πριν τη μεταβίβαση ή την ανάθεση διαχείρισης του δανείου του σε τρίτον).

Ο νόμος για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά εξακολουθεί να ισχύει και έναντι των ως άνω αναφερόμενων εταιρειών, δηλαδή ο δανειολήπτης – καταναλωτής , δεν έχει κανένα κώλυμα να προσφύγει στις ευεργετικές διατάξεις του νόμου, μολονότι το δάνειο του το χειρίζεται ή έχει μεταβιβασθεί σε τρίτο, από τη δανείστρια τράπεζα.

Η Ένωση Εργαζομένων Καταναλωτών επισημαίνει ότι για όσους θέλουν να διατυπώσουν τις απορίες τους έχει επιστημονικές ομάδες εργασίας από νομικούς και οικονομολόγους και παρέχει δωρεάν ενημέρωση και συμβουλευτική στους οφειλέτες.