Την δραματική πορεία της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα, ως αποτέλεσμα της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, περιγράφει η ενδιάμεση έκθεση για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση για το 2016, που ετοίμασε το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ και δημοσιεύθηκε νωρίτερα σήμερα.

Σύμφωνα με την έκθεση από το σύνολο των ανέργων, το 72,2% είναι μακροχρόνια άνεργοι, δηλαδή βρίσκονται χωρίς δουλειά χρονικό διάστημα άνω των 12 μηνών. Επίσης, προκύπτει ότι ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός (586 ευρώ μικτά και ειδικά για νέους έως 25 ετών, 511 ευρώ), θεωρείται ότι είναι χαμηλότερος του 60% της διαμέσου των μισθών και κατά το ΙΝΕ ΓΣΕΕ θεσμοθετεί έναν «μισθό φτώχειας», σύμφωνα με το δείκτη Kaitz.

Αναλύοντας τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας, η έκθεση διαπιστώνει ότι το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας κατά ηλικιακή κατηγορία εμφανίζεται στους νέους 15-24 ετών (49,1%), ενώ οι γυναίκες εμφανίζουν ποσοστό ανεργίας σημαντικά υψηλότερο έναντι των ανδρών (27,6% έναντι 19,4%). Επίσης, προκύπτει ότι η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων έχει προκαλέσει τη σταθερή άνοδο της μερικής απασχόλησης, τη χειροτέρευση βασικών δεικτών προστασίας της απασχόλησης και τη δραματική αύξηση των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ΣΣΕ). Ο δε νομοθετημένος κατώτατος μισθός ο οποίος είναι χαμηλότερος του 60% της διαμέσου των μισθών ουσιαστικά θεσμοθετεί έναν «μισθό φτώχειας» σύμφωνα με τον δείκτη Kaitz.

Σε μακροοικονομικό επίπεδο παρατηρείται η συνεχιζόμενη δυναμική απόκλισης του βιοτικού επιπέδου της Ελλάδας από τον μέσο όρο της ΕΕ, η εύθραυστη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική δομή της οικονομίας, το υψηλό έλλειμμα ρεαλισμού της στρατηγικής της εσωτερικής υποτίμησης που αδυνατεί να διασφαλίσει τη μετάβαση της οικονομίας σε ένα εξαγωγικό και επενδυτικό μοντέλο μεγέθυνσης.

Η Ενδιάμεση Έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση αξιολογεί την πορεία της οικονομίας το πρώτο εξάμηνο του 2016 ως μέρος του ευρύτερου χρονικού πλαισίου της κρίσης χρέους και της οικονομικής κρίσης. Υποστηρίζεται ότι η συνέχιση της ασκούμενης πολιτικής έχει φτάσει στα όριά της, έχοντας επιφέρει δραματικές επιπτώσεις στο διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών, στην απασχόληση, στις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και στην κοινωνική συνοχή.

Ανάμεσα στα βασικά συμπεράσματα της Έκθεσης είναι τα εξής:

– Το μακροοικονομικό περιβάλλον παραμένει αβέβαιο και ασταθές ως αποτέλεσμα των μετασχηματισμών που έχουν γίνει στα χρόνια της κρίσης και κυρίως της δραματικής αποεπένδυσης. Η σημαντική πλέον απόκλιση του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ αποκτά ανησυχητικές οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις.

– Η ασκούμενη πολιτική λιτότητας εξακολουθεί να υπονομεύει τη φερεγγυότητα του δημόσιου τομέα και τη βιωσιμότητα του χρέους. Η μείωση του πιστωτικού ρίσκου της χώρας και συνεπώς του κόστους δανεισμού, όπως και η πιθανότητα εξόδου της χώρας για δανεισμό στις ιδιωτικές αγορές, εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τη βιωσιμότητα των πρωτογενών πλεονασμάτων σε συνθήκες διατηρήσιμης οικονομικής μεγέθυνσης και κοινωνικής σταθερότητας. Η ένταξη της οικονομίας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ ίσως διευκολύνει την έξοδο στις αγορές, δεν προσδιορίζει όμως τη φερεγγυότητα της χώρας.

– Η ένταση της δημοσιονομικής προσαρμογής, σε συνδυασμό με την πολιτική εσωτερικής υποτίμησης, συμπιέζει το εισόδημα των νοικοκυριών επηρεάζοντας αρνητικά τη φοροδοτική τους ικανότητα και τη δυνατότητα κάλυψης των δανειακών τους υποχρεώσεων. Αυτό έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την επιδείνωση του προβλήματος φερεγγυότητας του τραπεζικού τομέα. (πηγή). Βρείτε δουλειά μέσα από εκατοντάδες αγγελίες εργασίας ΕΔΩ